- καπελαδούρα
- ημεγεθυντικό του καπέλο καπέλο μεγάλου σχήματος: Φορούσε μια μεξικάνικη καπελαδούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπελαδούρα — η 1. μεγάλο καπέλο 2. θεαματικός χαιρετισμός με βγάλσιμο τού καπέλου 3. ναυτ. τραχήλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. capeladura] … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek